Αθήνα , Δεκέμβριος 1941
Ξεκινάει πάλι μια χειμωνιάτικη μέρα με κρύο
και παγωνιά. Πριν φύγω για το σχολείο,
πίνω ένα καθόλου χορταστικό, ζεστό τσάι του βουνού, αφού γάλα δεν υπάρχει. Το
σχολείο μου το έχουν επιτάξει οι Γερμανοί
και όλες οι τάξεις έχουν μεταφερθεί σε ένα πρώην γκαράζ. Κάτω το χώμα
είναι πατημένο, σκληρό, γεμάτο ξεραμένα λάδια. Από παντού μπαίνει κρύο και
παγωνιά. Εμείς, με τα στομάχια άδεια περιμένουμε το συνηθισμένο συσσίτιο, μια
πηχτή σούπα. Το μάθημα τελειώνει στις 12:00, γιατί μετά έρχεται το Γυμνάσιο.
Επιστρέφοντας στο σπίτι περνάω από τον κεντρικό δρόμο και
βλέπω ανθρώπους κουρελιασμένους, που ζητιανεύουν λίγο ψωμί. Λίγο πιο πέρα
μερικά παιδιά ψάχνουν στα σκουπίδια αποφάγια. Πριν μπω στην αυλή του σπιτιού
μου ακούω το κάρο να κατηφορίζει για να μαζέψει τα πτώματα. Η μητέρα μου με
υποδέχεται λυπημένη και μου ανακοινώνει
ότι πέθανε ο αγαπημένος μου
παππούς. Οι συγγενείς μας θα έρθουν να μας συλλυπηθούν το απόγευμα, γιατί οι
Γερμανοί απαγορεύουν την κυκλοφορία από νωρίς το βράδυ. Η μητέρα μου για να
ζεστάνει το σπίτι ανάβει φωτιά με πριονίδια, εφημερίδες και παλιόχαρτα…
Αναρωτιέμαι πότε θα
τελειώσει αυτός ο πόλεμος και πότε θα ξαναγίνουν όλα όπως παλιά;
Βασιλική Καλακώνα Στ ' τάξη
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Είναι ξημερώματα 5 το πρωί και ξυπνάω ξαφνικά
από φωνές που ακούγονται στο δρόμο.Τρομαγμένος ρωτάω τους γονείς μου τι
συμβαίνει και μου λένε να μην βγάζω άχνα για να μην μας ακούσουν απ΄εξω οι Γερμανοί,
που στήνουν μπλόκο σε όσους κυκλοφορούν ή κάνουν κάτι που δεν επιτρέπεται.
Μέχρι να ξημερώσει καλά μένουμε σιωπηλοί και
φοβισμένοι.Μετά χωρίς να έχουμε βάλει μια μπουκιά στο στόμα μας, ξεκινάμε για να
βρούμε καμμιά αγγαρεία, για να βγάλουμε το ψωμί της ημέρας.Βρίσκω τους φίλους
μου που είναι και αυτοί αδύνατοι , πεινασμένοι και ξυπόλητοι. Ψάχνουμε στα
σκουπίδια για να βρούμε έστω μια λεμονόκουπα ή φλούδες από πατάτες, που η μαμά
θα έπλενε και θα έφτιαχνε πίτα . Βρήκαμε έναν Ιταλό και του μεταφέραμε κάτι
πράγματα και αυτός μας έδωσε μια φρατζόλα ψωμί και λίγα κάρβουνα .
Με
χαρά γυρίζω στο σπίτι , στην οικογένειά μου . Είναι πια απόγευμα και δεν πρέπει να βγω έξω ξανά , γιατί αν
αρχίσει να σκοτεινιάζει και τριγυρίζω στο δρόμο, οι Γερμανοι θα με πιάσουν , θα
με βασανίσουν ή ακόμα μπορεί να
φυλακίσουν τους γονείς μου . Δεν πρέπει να ανάψουμε φώτα , ούτε ραδιόφωνο, να
ακούσουμε ειδήσεις ,ούτε καν φωτιά να ζεσταθούμε .
Δεν
μπορούμε να παίξουμε , να φωνάξουμε σαν παιδιά . Πεινάμε , είμαστε φοβισμένα ,
καταπιεσμένα . Παντού μπλόκο ,φωνές , τρομοκρατία . Οι γονείς μας είναι
δυστυχισμένοι , χωρίς να μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα . Αλλά δεν το βάζουν
κάτω . Κρυφά με διάφορα κόλπα προσπαθούν να κάνουν ο,τι μπορούν για την
οικογένεια αλλά κυρίως για την πατρίδα!!!
Ελπίζουμε
, δε σκύβουμε το κεφάλι και περιμένουμε την ελευθερία μας!
Θεοδώρα Καρποδίνη
Στ΄Τάξη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου